Η αλλαγή του αιώνα, το 1900, βρίσκει τη Λαφιώνα να μοιράζει τη ζωή της μεταξύ της άγονης ζώνης του υψώματος Ρούδι και των έφορων παράλιων περιοχών του Καραγατσίου της περιφέρειας Μπουρχάνιε της Μικρασίας.
Το νησί μπορεί να είναι υπό οθωμανική κατοχή αλλά οι κάτοικοι του χωριού δεν
βλέπουν συχνά Οθωμανούς, εκτός εάν μετακινηθούν προς τα μεγαλύτερα χωριά της
περιοχής όπως ο Μόλυβος για οικονομικές υποθέσεις ή να να λύσουν δικαστικά τις
διαφορές τους, ή στα απέναντι μικρασιατικά παράλια.
Όπως επίσης και μέσα από τις σχέσεις της Λαφιώνας με τους κατοίκους του Κλαπάδου, όταν κατέβαιναν να πουλήσουν ό,τι παρήγαγαν όπως κατασκευές από ξύλο, σκάφες και άλλα κουζινικά μα και κτηνοτροφικά προϊόντα, αν και οι κάτοικοι του Κλαπάδου ήταν Γιουρούκοι εξισλαμισμένοι και όχι Οθωμανοί Τούρκοι.
Όπως επίσης και μέσα από τις σχέσεις της Λαφιώνας με τους κατοίκους του Κλαπάδου, όταν κατέβαιναν να πουλήσουν ό,τι παρήγαγαν όπως κατασκευές από ξύλο, σκάφες και άλλα κουζινικά μα και κτηνοτροφικά προϊόντα, αν και οι κάτοικοι του Κλαπάδου ήταν Γιουρούκοι εξισλαμισμένοι και όχι Οθωμανοί Τούρκοι.
Αρκετοί λαφιωνιάτες από το χωριό αλλά οι περισσότεροι από το Καραγάτσι είχαν αποφασίσει να μεταναστεύσουν προς την πολλά υποσχόμενη Αμερική, ήδη πριν το 1900 αλλά και μετά.
Έρχονται δέματα και βοηθήματα στις οικογένειες, που τους χαροποιούν πρόσκαιρα.
Μερικοί θα επιστρέψουν στις οικογένειές τους ενώ άλλοι θα μείνουν για πάντα εκεί.
Οι οικογένειες Ανδριώτη, Βουλγαρέλη, Κικιλή, Μουμτζή, Κράλογλου, Γκάγκα, Καλατζή, Μπισκιτζή, Αγγελόγλου (Κουτζουκέλλη), Τσιλδίρη, Κούκου και πολλές άλλες, είχαν τουλάχιστον από έναν να περιμένουν από την Αμερική για πολλά χρόνια.
Ευστρ. Αγγελόγλου (Κουτζουκέλλλης) |
Στα νεώτερα χρόνια θα ακολουθήσει νέο ρεύμα λαφιωνιατών προς Αμερική.
Ο παπάς του χωριού είναι ο παπά Στρατής Αξής από την Πελόπη και επίσης την ίδια χρονιά από τον Απρίλιο ο ιερέας Θόδωρος Παπαδόπουλος μέχρι το 1903.
Η Δημογεροντία του έτους αποτελείται από τους: Πανταζή Σάββα, Δ. Καπιωτέλλη, Γαβριήλ Α. Κράλογλου, Σταυράκη Ελευθερίου και Βαγή Βασιλείου.
Δάσκαλος του σχολειού είναι ο πατέρας της Αικατερίνης Κινδριδέλλη και προπάππος της Αγγέλας Πλωμαρίτη, ο Παναγιώτης Γιανιόγλου. που δηλώνει και γραμματέας της Δημογεροντίας.
Το χωριό την εποχή αυτή, έχει αρκετούς μορφωμένους που μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν, όπως ο Βαγής, πατέρας του Θεοφάνη Βαγή, ο Ιγνάτιος Ιω. Μουμτζής, ειπράκτωρ της δημογεροντίας για τον κρατικό φόρο, που φέρεται αργότερα ως ιερέας και θα εξαφανιστεί στην ανταλλαγή του 1922, ο Ευάγγελος Ανδριώτης, ο Δ. Καπιωτέλλης, πατέρας της Μαρής αργότερα Χατζηελευθερίου, ο Αλέξης Κράλογλου, (τελευταίος Δημογέροντας και μετέπειτα αντιπρόεδρος στην πρώτη Κοινότητα), η Μαριάνθη Βαλτά, κόρη Δημογέροντα και σύζυγος του πρώτου Ράλλη που θα έρθει στο χωριό από την Μυτιλήνη και αρκετοί ακόμα, που περιλαμβάνονται τη χρονιά αυτή στους αποδέκτες, συνδρομητές του βιβλίου του καλλονιάτη Καρυδώνη : «Τα εν Καλλονή της Λέσβου ιερά σταυροπηγιακά Μοναστήρια».
Ο παπάς του χωριού είναι ο παπά Στρατής Αξής από την Πελόπη και επίσης την ίδια χρονιά από τον Απρίλιο ο ιερέας Θόδωρος Παπαδόπουλος μέχρι το 1903.
Η Δημογεροντία του έτους αποτελείται από τους: Πανταζή Σάββα, Δ. Καπιωτέλλη, Γαβριήλ Α. Κράλογλου, Σταυράκη Ελευθερίου και Βαγή Βασιλείου.
Δάσκαλος του σχολειού είναι ο πατέρας της Αικατερίνης Κινδριδέλλη και προπάππος της Αγγέλας Πλωμαρίτη, ο Παναγιώτης Γιανιόγλου. που δηλώνει και γραμματέας της Δημογεροντίας.
Το χωριό την εποχή αυτή, έχει αρκετούς μορφωμένους που μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν, όπως ο Βαγής, πατέρας του Θεοφάνη Βαγή, ο Ιγνάτιος Ιω. Μουμτζής, ειπράκτωρ της δημογεροντίας για τον κρατικό φόρο, που φέρεται αργότερα ως ιερέας και θα εξαφανιστεί στην ανταλλαγή του 1922, ο Ευάγγελος Ανδριώτης, ο Δ. Καπιωτέλλης, πατέρας της Μαρής αργότερα Χατζηελευθερίου, ο Αλέξης Κράλογλου, (τελευταίος Δημογέροντας και μετέπειτα αντιπρόεδρος στην πρώτη Κοινότητα), η Μαριάνθη Βαλτά, κόρη Δημογέροντα και σύζυγος του πρώτου Ράλλη που θα έρθει στο χωριό από την Μυτιλήνη και αρκετοί ακόμα, που περιλαμβάνονται τη χρονιά αυτή στους αποδέκτες, συνδρομητές του βιβλίου του καλλονιάτη Καρυδώνη : «Τα εν Καλλονή της Λέσβου ιερά σταυροπηγιακά Μοναστήρια».
Συγχρόνως μιλούν και την τουρκική γλώσσα, ειδικά αυτοί που περνούν μεγάλα διαστήματα στο Καραγάτς . Ο Στρατής Γαβριήλ Κουτζουκέλλης, ένας από τους ξενιτεμένους στην Αμερική, στέλνει φωτογραφία στο σόι του με χαιρετίσματα και εκτός από τα ελληνικά γράφει και μια παράγραφο στα τουρκικά, την καραμανλίδικη[1] γραφή.
Από δεξιά: Αντιφών Χη Γεωργίου, Αλέξης Βατάλης και ένας άγνωστος |
Τη χρονιά αυτή καταγράφονται στον κώδικα έξι αρραβώνες[2].
Τον Ιανουάριο αρραβωνιάζεται ο Αντιφών (Χατζη) Γεωργίου με την αδερφή του Ιπποκράτη, Ευθυμία Βατάλη και που μαζί με τον άλλον αδερφό τους Γιώργο και τη μητέρα τους Μαρίνα, θα πάρουν την ευθύνη του αρραβώνα και για τους άλλους αδελφούς των, Αλέξιο, Σάββα και Αχιλλέα που βρίσκονταν εργαζόμενοι στη Μικρασία. Το ζευγάρι είναι οι γονείς του μετέπειτα Σταύρου και Ιγνάτιου[3](Ρόγγου) και Αλεξάνδρας Χατζηγεωργίου, προπάππος του σημερινού Σταύρου Π. Χατζηγεωργίου.
Ευστρ. Ιω. Σκανδάλης |
Ένας άλλος αρραβώνας ήταν του Ευστράτιου Σκανδάλη με την Ασπασία Τζάνου της οικογένειας Αδένα, που δεν άφησε κάποιον απόγονο στο χωριό[4]. Ο αρραβώνας δεν θα τελεσφορήσει και θα διαλυθεί μετά από πέντε χρόνια, το 1905. Ο Σκανδάλης αυτός θα παντρευτεί αργότερα τη Ροδόπη και θα αποκτήσουν τέσσερα παιδιά και ένα εγγόνι, τη σημερινή Χριστίνα.
Η διάρκεια των πέντε ετών του αρραβώνα θεωρείται για την εποχή αποδεκτή.
Οι άλλοι αρραβώνες ήταν των:
Δημητρίου Ζεστού γεν. 1876 με την Ευαγγελία Αχουλιά,
του Βασιλείου Μαραγγού (πατέρα του Ευστράτιου και του Φώτη Μαραγγού) με την Μαρία Δημητρίου,
του Ιγνατίου Σταυράκη (Γελαγώτη) με την Μαριγώ Γ. Καζαμία και
του Ιγνατίου Χριστοδούλου με την Ευανθία Βουλέλλη 24 ετών.
Στο γάμο μάλιστα του Δ. Ζεστού, με την Βαγγελιώ Αχουλιά, όπως σημειώνει το προικοσύμφωνο, θα δωρίσει ο πεθερός «εν ώρα στέψεως» τρία πρόβατα, προφανώς για το γαμήλιο γλέντι.
Στο γάμο του Ιγνατίου Σταυράκη η προίκα είναι μόνο το πατρικό σπίτι που χρήζει επισκευής και τα 2/3 του ελαιοκτήματος Τσιρβούλι.
Για τον αρραβώνα του Αντιφώντα τα πράγματα είναι καλύτερα αφού παίρνει το σπίτι έναντι της Εκκλησίας[5] επιδιορθωμένο, αμπέλι στον Άγιο Δημήτριο Πέτρας, ελαιόδενδρα στο Μακούφ, μια σκάλα στον Κάλυβο και μέρος από τον «Όχτο».
Όρος του προικοσυμφώνου είναι να ζουν μαζί με το ζευγάρι οι γονείς της νύφης.
Τα σπίτια στο χωριό έχουν αρχίσει να αποκτούν κεραμοσκεπές ειδικά με αφορμή αρραβώνα στην οικογένεια. Γράφεται μάλιστα ως υπόσχεση στο προικώο.
Στον αρραβώνα της Μαριάνθης Φράγκαινας με τον Βασίλειο Κουτζαπαναγιώτη, το 1902 ο πεθερός υπόσχεται την μετατροπή, στο σπίτι, από «χωματοσκεπή σε κεραμοσκεπή».
Τα τελευταία σπίτια που έμεναν με χωμάτινη κάλυψη, ίσως και μέχρι τον μεσοπόλεμο, θυμάται μια παλιά κυρά του χωριού, ήταν της Μαριόλαινας, έπειτα του Τζάνου και της Έλλης Ανδριώτη και το γειτονικό του Ασημάκη Καράμαλλη, τότε της Μαριάνθης και της Μαριγούλας Καραμπέτσου, η οποία αρρώστησε, λέγανε, που τους χειμώνες μέσα στα κρύα και τις βροχές, κυλούσε στη σκεπή την ειδική κυλινδρική εκείνη πέτρα για να πετύχει καλύτερη στεγανότητα του ειδικού χώματος που χρησιμοποιείτο στις σκεπές. Οι παγωνιές προκαλούσαν ρωγμές στη χωματοσκεπή.
Ο εφημέριος Ευστράτιος Αξής υπογράφει τις συμφωνίες
των αρραβώνων μέχρι τον Φεβρουάριο. Μετά αναλαμβάνει ο παπά Θόδωρος
Παπαδόπουλος μέχρι το 1903.
Ο γιος του παπά Ευστράτιου Αξή, Γεώργιος, που θα υπογράφεται ως Παπαδάκης, θα αρραβωνιαστεί την επόμενη χρονιά, 1901.
Ο γιος του παπά Ευστράτιου Αξή, Γεώργιος, που θα υπογράφεται ως Παπαδάκης, θα αρραβωνιαστεί την επόμενη χρονιά, 1901.
Μέσα στη χρονιά του 1900 γεννήθηκαν στο χωριό οι εξής:
1. Βαγής Γεώργιος
2. Ζαφειρίου Ροδόλφος
3. Λαδάς Ιωάννης Σωκράτη
4. Λάσκαρης Ιωάννης
5. Μουμτζής Ευριπίδης
6. Μαλλής Δημήτριος
7. Φάντης Γεώργιος
8. Σπανέλλης Δημήτριος
9. Τσακυρέλλης Χρήστος
10. Κουρουμιχάλης Γεώργιος
11. Πέτρου Τζάνος
12. Παπάζογλου Παναγιώτης
Ο αρραβώνας το 1900
Μια υπόθεση που τον πρώτο λόγο είχε το σόι των δυο άμεσα ενδιαφερομένων, στην κρίση των οποίων ετίθεντο θέματα όπως η κληρονομικότητα και η καταγωγή, η ηλικία της νύφης περισσότερο παρά του γαμπρού, η προίκα που έπαιζε καθοριστικό ρόλο, ως προϋπόθεση να πετύχει ένα προξενιό και αιτία να διαλυθεί ένας αρραβώνας εάν δεν τηρούνταν τα συμφωνημένα.
Τα δυο πανηγύρια της Λαφιώνας, του Αγίου Γεωργίου[6] και της Αγίας Παρασκευής, αποτελούσαν ευκαιρία να φανούν οι νύφες του χωριού και να εκδηλωθούν συμπάθειες και προτιμήσεις των γαμπρών.
Το επόμενο βήμα ήταν το προξενιό, από την οικογένεια της νύφης προς την οικογένεια του γαμπρού, με τον πατέρα της νύφης ή συγγενείς της.
Στη Λαφιώνα σύμφωνα με τις πληροφορίες της Φ. Ζούρου[7], το προξενιό ήταν πρόσπεση της μάνας της νύφης προς τον γαμπρό.
Πήγαινε μόνη της, αργά τη νύχτα
για να μην γίνει γνωστή η τυχόν αποτυχία.
Έβαζε τη μια της κάλτσα από την
ανάποδη για «γουρ», άναβε στο γαμπροφάναρο το ένα από τα δυο του φυτίλια,
έπαιρνε στο χέρι της λίγα λουλούδια και πήγαινε.
Και γρήγορα έμπαινε στο
θέμα:
«Ιγώ ήρτα να σας κάνου προυξενιά, να ριβουνιάσουμι. Αφού η γιος σας έρξι μπαξίς άμα χόριβγι η κόρ’μ’, θα πει πους τ’ αρέσ’.
«Ιγώ ήρτα να σας κάνου προυξενιά, να ριβουνιάσουμι. Αφού η γιος σας έρξι μπαξίς άμα χόριβγι η κόρ’μ’, θα πει πους τ’ αρέσ’.
’Αμα θέλιτι τσι σεις, τόπου έχουμι πα στου τσουφάλι μας για ντου γιο
σας»
Και αφού τις επόμενες βδομάδες υπήρχε επιβεβαίωση της θετικής απόφασης, τα πράγματα οδηγούνταν σε επίσημο αρραβώνα και υπογραφή συμφωνητικού στο οποίο δινόταν ημερομηνία γάμου, μετά από έναν χρόνο, που μπορούσε να επεκταθεί σε μερικά χρόνια ακόμα για διάφορους λόγους.
[1] Η
καραμανλήδεια γραφή είναι μια συμβατική γραφή της τουρκικής γλώσσας με
ελληνικούς χαρακτήρες.
[2]
Προικοσύμφωνα σ. 111-120, τ.1
[3] Ο
Ιγνάτιος και η Αλεξάνδρα από τον δεύτερο γάμο του Αντιφώντα.
[4] Υπάρχει
επώνυμο Αντένας στην Πέτρα.
[5] Το σπίτι
αυτό θα το κληρονομήσει αργότερα η θυγατέρα του ζεύγους, Αλεξάνδρα, μετέπειτα Μαραγγού.
[6] Φρόσω Μ.
Ζούρου: Ο γάμος στη βόρεια Λέσβο.1974.
Στη Λαθιώνα το νυφοπάζαρο γινότανε στο
ξωκλήσι του Άι Γιώργη που είναι σ ΄ένα ύψωμα πάνω απ το χωριό… τα κλαδιά τους
χάριζαν τον ίσκιο στις ανήλιαγες κοπέλες της Λαθιώνας εκεί έστρωναν τα
κιλίμια…με χρώματα και σχέδια που έδειχναν την τέχνη και το γούστο της κάθε
μιας…και οι μισάλες με τα κόκκινα αυγά και τα τυριά.
Ανοίγαν τότε το χορό οι αρχόντοι και οι ηλικιωμένοι και οι καρδιές των νέων έτρεμαν καρτερώντας που θα σηκωνόταν η διαλεχτή της καρδιάς τους να χορέψει κι εκείνοι που την ερωτεύονταν πήγαιναν στη μουσική κι έριχναν μπαξίσι πάνω στο σαντούρι. (Από τις διηγήσεις της Αμερσούδας Αχουλιά στη συγγραφέα).
Ανοίγαν τότε το χορό οι αρχόντοι και οι ηλικιωμένοι και οι καρδιές των νέων έτρεμαν καρτερώντας που θα σηκωνόταν η διαλεχτή της καρδιάς τους να χορέψει κι εκείνοι που την ερωτεύονταν πήγαιναν στη μουσική κι έριχναν μπαξίσι πάνω στο σαντούρι. (Από τις διηγήσεις της Αμερσούδας Αχουλιά στη συγγραφέα).
[7] Ό.π. σ.
57