Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Ο ΚΑΤΩ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΗΣ ΛΑΦΙΩΝΑΣ

 


Ο αλευρόμυλος τ’ Αρτίκ

 Ο δεύτερος υδρόμυλος-αλευρόμυλος της Λαφιώνας ανήκε στην οικ. Βασιλείου Αρτίκη.
Βρίσκεται σήμερα εντός ιδιοκτησίας απογόνων της οικ. Χατζηελευθερίου, που κατέληξε σε αυτήν από επιγαμία της  κ
όρης του Β. Αρτίκη [1], Διαμάντης, με τον Δημήτριο Χατζηελευθερίου το 1886  (πατέρα του Νικόλαου, του 2ου προέδρου του χωριού).


Ο υδρόμυλος έδωσε το όνομά του στην οδό που περνούσε από δίπλα του, και ονομάστηκε «οδός Αλευρόμυλου» μέχρι που έγινε κανονική διάνοιξη με κονδύλια της Νομαρχίας και συνδέθηκε το χωριό το 1934 με τον αμαξιτό Μολύβου- Καλλονής- Μυτιλήνης και ονομάστηκε «Δημοτική οδός Πλακούρας», σύμφωνα με το βιβλίο Αποφάσεων της Κοινότητος.


Ο υδατόπυργος του νερόμυλου με τις είκοσι βαθμίδες.



                                                            


Σώζεται σήμερα ο υδατόπυργος, (φωτο.), υπολείμματα της στέρνας, το μυλαύλακο που έφερνε το νερό από τη στέρνα μέχρι το ορθογώνιο άνοιγμα στο βαγένι και κάποια προσκτίσματα κοντά στον ποταμό της Πλακούρας, από τον οποίο τροφοδοτούνταν με νερό για τη λειτουργία του. 

Θυμάται η μητέρα του γράφοντος, ότι με το σακί το στάρι στον ώμο κατέβαινε, νέα ακόμα, από το χωριό ν’ αλέσει στο μύλο «τ’ Αρτίκ».
Εργαζόταν ένας εργάτης μάστορας 
από το Πετρί, με το όνομα Χριστέλ’ που διατηρούσε πολλές κότες με τα στάρια των πελατών.
   Το νερό για το μύλο ερχόταν με ένα λοξό αυλάκι από ψηλότερο σημείο του ποταμού της Πλακούρας, περνούσε κάτω από το γεφύρι με ξύλινη προέκταση και οδηγούνταν πάλι με πέτρινο αυλάκι στο έδαφος μέσα στη στέρνα στο κτήμα πάνω από τον μύλο.



Και οι δυο νερόμυλοι της Λαφιώνας δεν αναφέρονται στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1548 , στην αντίστοιχη απογραφή και φορολόγηση μύλων. Αντίθετα έχουν απογραφεί δυο ελαιόμυλοι.



Πιθανόν να είναι, οι νερόμυλοι της Λαφιώνας,  μεταγενέστεροι της πρώιμης αυτής φορολογικής απογραφής της Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας, αν και είναι δύσκολο να μην υπήρχαν στην περιοχή αλευρόμυλοι και πριν την οθωμανοκρατία, μια που ο οικισμός της Λαφιώνας, είτε στη σημερινή θέση του είτε στις άλλες δυο που του αποδίδονται (στη θέση Άγιος Αλέξανδρος και Άγιος Ιωάννης) έχει ιστορία από τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια. 

Ο νερόμυλος του Αρτίκ αποτελεί ένα από τα μνημεία της Λαφιώνας και του νησιού μας, που δεν έχει χρονολογηθεί και εκτιμηθεί ακόμα από τις ανάλογες κρατικές υπηρεσίες .
 (Έχει γράψει γι αυτόν ο ακούραστος Μάκης Αξιώτης στη Διδακτορική του Διατριβή για τους Υδρόμυλους της Λέσβου).
Αποτελεί κομμάτι της Βυζαντινής ίσως ή νεώτερης Ιστορίας του χωριού και γι΄αυτό αξίζει να ενδιαφερθούμε πρώτοι οι λαφιωνιάτες για την συντήρηση και τη διάσωση των μερών του που καταρρέουν, ειδικά στις βαθμίδες και την βάση του υδατόπυργου, ο οποίος χάνει σταδιακά  δομικό υλικό, λόγω διάβρωσης του εδάφους που τον στηρίζει.



Οι βαθμίδες του υδατόπυργου καταρρέουν



[1] Εκκλ. Κώδικας, προικοσύμφωνο σ.54,τ.1

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Το Πανηγύρι του Άη Γιώργη στη Λαφιώνα

       

ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ στον Κώδικα

                  Στη σελίδα 117 του 1τ. του Κώδικα της Λαφιώνας βρίσκεται το παρακάτω έγγραφο ως ξένο σώμα μέσα σε ένα μεγάλο σύνολο προικοσυμφώνων των μέσων του 19ου αι.
Είναι γραμμένο από κάποιον επίτροπο της Εκκλησίας «Γε. Μιχαήλου» και όχι από δάσκαλο ή ιερέα όπως τα προικοσύμφωνα, άρα κακογράφο και με λίγα γράμματα άτομο.
Αργότερα όμως αυτή η σημείωση διαγράφεται με ένα μεγάλο «Χ»  για κάποιο λόγο.
Είναι όμως κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη πράξη του Κώδικα αν και βρίσκεται στη σελίδα 117, γραμμένη 23 Απριλίου του 1864,  σχεδόν έξι μήνες πριν το πρώτο Προικοσύμφωνο (30/09/).






ΓΡΑΦΕΙ λοιπόν:

1864: απριλίου:23: Τα κουρμπάνια του Αγίου Γεωργίου όπου έκαμεν ο Δημήτριος Πάλτογλου και ο Τζάνος Παναγιώτου […] και μετά το έξοδον επερίσσεψαν γρόσια εκατόν δέκα (Ν. 110):
Αυτά τα χρήματα μένουν εις τον κύριον Τζάνον Παναγιώτου δια να τα εγκρύψει για τον άγιον. Ο ίδιος έψαλλεν (;).

Θεοφάνης [Βαλδάνης;], ο κατά καιρόν επίτροπος, παρών.

Ο γράψας Γε. Μιχαήλου […] παρών.

Τζάνος Παναγιώτου  βεβαιώ και υπόσχομαι. 



Πιστοποιεί τη συνήθεια, λοιπόν, το σημείωμα αυτό, να γιορτάζουν τη μνήμη του αγίου Γεωργίου τουλάχιστον από το 1864, με σύναξη των Λαφιωνιατών στο εκκλησάκι του και μετά  γλέντι, με το γνωστό κοινό φαγητό του κρέατος με το σιτάρι, που το ονομάζει «Κουρμπάνι» , δηλαδή θυσία.


Θυμάται ακόμα η μητέρα μου την προετοιμασία του φαγητού στη δεκαετία 1920-30 στο περιβόλι τους, το «Μαγγανέλι» πριν χτιστεί το σημερινό σπίτι στον Άμμο και το γλέντι στη γειτονιά, γύρω από μια μεγάλη λυγαριά στην αλάνα. Χώρος που ήταν μεγαλύτερος τότε πριν επεκταθούν οι σημερινές ιδιοκτησίες.

Το σημερινό εκκλησάκι έχει ημερομηνία κατασκευής 1886 αν διάβασα σωστά την κτητορική επιγραφή πάνω από την είσοδο άρα 22 χρόνια μετά το πανηγύρι του σημειώματος.
Προϋπήρχε λοιπόν το προσκύνημα του αγίου Γεωργίου με άλλη μορφή, άλλο κτίσμα δηλαδή.


Το σημερινό ξωκλήσι με κτήτορες τον προπάππο Γιαννάκα και τα ξαδέρφια του, τους τρεις αδερφούς Μαχαίρα, είναι εξέλιξη του πρώτου κτίσματος.

Η εικόνα  του Αγίου 
γράφει κάτω δεξιά, ότι είναι αφιέρωση του Ιγνατίου Μουμτζή το 1900. Πρόκειται για τον πατέρα του Ευριπίδη Μουμτζή και της Χριστονύμφης Μουμτζή -Αγγελόγλου, και άλλων παιδιών που χάθηκαν στο 2ο διωγμό.




Προς τιμήν του βιγλάτορα της Λαφιώνας

και όσων εορτάζουν σήμερα !




Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ένα αθησαύριστο «χριστουγεννιάτικο» διήγημα του Ηλία Βενέζη: "Συνομιλία με άγνωστον τέως εχθρό"


"Συνομιλία με άγνωστον τέως εχθρό"
Ένα αθησαύριστο «χριστουγεννιάτικο» διήγημα του Ηλία Βενέζη

Αριστερά: Ο Ηλίας Βενέζης σε νεαρή ηλικία. - Δεξιά: Αναμνηστική φωτογραφία των ανδρών από το Αϊβαλί που επέστρεψαν από τα αμελέ ταμπουρού στην Ελλάδα
(από τους 3.000 περίπου αιχμαλώτους του Αϊβαλιού διασώθηκαν μόνο 23 άτομα).

● ● ● ● ● ● ● ●


Την Πρωτοχρονιά του 1931 ο Ηλίας Βενέζης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Λέσβου το διήγημα «Συνομιλία με άγνωστον τέως εχθρό». Αφορμή υπήρξε ένα πραγματικό γεγονός: Στο πλαίσιο της πολιτικής προσέγγισης και συμφιλίωσης που είχαν υιοθετήσει τότε οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, διεξήχθη στη Μυτιλήνη στις 16 Νοεμβρίου 1930 φιλικός ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα στον πρωταθλητή του νησιού Παλλεσβιακό (κι όχι τον Άρη που γράφει ο Βενέζης) και την πρωταθλήτρια Αϊβαλιού Ιτμάν Γιορντού (Αθλητική Φωλιά). Για την ιστορία ο αγώνας έληξε ισόπαλος 2-2.


Το Αϊβαλί στις αρχές του 20ού αιώνα
– Κύριε, θα είχατε την καλωσύνη…
– Ορίστε, κύριε.
– Θα μπορούσα να βρω ένα φαρμακείο… πώς το λένε, πώς το λένε…
Τα μεγάλα, παιδιάτικα, εκφραστικά μάτια ψάχνουν τον αέρα να το βρουν.
– …ένα φαρμακείο, να — όλο…πώς το λένε;… όλο ανοιχτό.
Απ’ τα πολλά καταλαβαίνω πως ζητείται ένα διανυκτερεύον φαρμακείο. Είναι βράδυ, επαύριον των Χριστουγέννων, η σκηνή στα «Ολύμπια».
– Τι θέλετε;
– Θάθελα… ένα ασπιρίνη. Μου πονεί το κεφάλι.
Στο τραπέζι μας, ένας φίλος έχει ασπιρίνη. Του δίνουμε μία.
– Ξένος είσθε, κύριε;
Υποθέτω πως θα πρόκειται για κανέναν βεριτάμπλ ρωμιό, που είνε ντυμένος κουστούμι σπορ, έχει συμπαθητικώτατη μορφή και μόλις ενθυμείται μεταξύ αγγλικής ή γαλλικής και ολίγην τινα ελληνική.
– Ξένος είσθε, κύριε;
– Ναι, είμαι Τούρκος κύριε.
– Α! Τούρκος!
Αναστάτωση στο τραπέζι μας. Τα μάτια ερευνούν ανήσυχα το φαινόμενον. (Άκου, Τούρκος!… λέει ένας σιγανά με δέος. Μωρέ και πού μοιάζει Τούρκος; ψιθυρίζει ένας άλλος). Η συμπαθητική κυρία του γειτονικού τραπεζιού που ασχολείται με την ποίησιν, στηλώνει επί τω ακούσματι μια τόσο τρομαγμένη ματιά.
Πιάνουμε κουβέντα. Ήρθε με την τουρκική ομάδα που έπαιξε με τον «Άρη». Φοιτητής, κάτι τέτοιο. Δεν παίζει φουτ μπωλ. Είνε κωπηλάτης στις λεμβοδρομίες. Τρελλαίνεται για τη θάλασσα.
– Εσείς εδώ, νησιώτες, θα μας ξεπερνάτε βέβαια, στη θάλασσα. Θάχετε πλαζ, θάχετε ωραίες βάρκες, θάχετε ομίλους αποκλειστικά για σπορ στη θάλασσα, ε;
– Βέβαια, βέβαια, πώς… Η μουσική παίζει ένα ταγκό του τελευταίου ταχυδρομείου. Ο μικρός κύριος προσηλώνεται και παρακολουθεί με κινήσεις του κεφαλιού το σκοπό, σφυρίζει σιγανά και διακριτικά.
– Τι ωραίο πράμμα που είναι η μουσική ε; Δε συμφωνείτε; με ρωτά.
– Απολύτως, απολύτως.
– Πρώτη φορά έρχεστε στη Μυτιλήνη;
– Που βγαίνω έξω, ναι. Αλλά ένα σωρό φορές ταξιδεύοντας για το εξωτερικό την χαιρόμουν απ’ το βαπόρι. Παρακαλούσα να μ’ αφήσουν να βγω. Όχι! όχι! Έτσι και στον Πειραιά: Δεν επιτρέπεται. Έχεις βίζα. Δεν είχα βίζα. Τότε και γω λέω — μωρέ θα βγω! Κάνω, που λέτε το ρωμηό, λέω: τον πρώτο πόλισμαν που θα δω στο κουμέρκι θα του πω, καλημέρα σας — έτσι θα καταλάβει πως είμαι ρωμηός. Αλλά δε βαριέστε! Μέπιασαν. Μα, αλήθεια, διακρίνουμαι από τίποτα;
Φυσικά από τίποτα δε διακρίνεται. Του το βεβαιώνω.
– Και δε μου λέτε, που μάθατε τόσο καλά ελληνικά;
– Μα είμαι από τη Σμύρνη. Παιδάκια όλο με δικούς σας παίζαμε.
– Α, γι’ αυτό;
– Ξέχασα να σας ρωτήσω, λέει πάλι ο μικρός κύριος. Τι γιορτή έχετε σήμερα και χτες.
– Χριστούγεννα.
– Χριστούγεννα; Μα εγώ το λογάριασα, είνε ύστερα από δεκατρείς μέρες. Έτσι δεν είνε;
– Ω, μα δεν έχουμε πια το παληό ημερολόγιο! Αλλάξαμε.
– Α, έτσι; Και γω είχα χάσει το νου μου να λογαριάζω — σαν πήραμε το γράμμα του «Α…». Χριστούγεννα λοιπόν! Καλές γιορτές.
– Ευχαριστώ.
– Αλλάξαμε και μεις το ημερολόγιό μας. Δεν έχουμε πια χίλια τρακόσα τόσα…
– Και σεις αλλάξατε σ’ όλα. Έχετε και τον πολιτικό γάμο, ακόμα.
– Σεις δεν έχετε;
– Όχι.
Τον ρωτώ για τη Σμύρνη. Αν το τάδε και τάδε μέρος που είχαν καεί ξαναχτίστηκαν, τι έγιναν τα ερείπια — οι μεγάλοι θεόρατοι τοίχοι που κρέμουνταν στο τάδε μέρος, λεπτομέρειες σημαδιακές που μπορεί να τις ξαίρει μόνο ένας που είδε τη Σμύρνη μετά την καταστροφή. Ο νέος κύριος απορεί.
– Πού τα ξέρετε εσείς αυτά;
– Α, έτυχε να τα δω, του λέω, πολεμώντας να ξεφύγω μια συγκεκριμένη απάντηση. Μα το παιδί επιμένει. Αναγκάζουμαι να του το πω.
– Έμεινα δεκατέσσερες μήνες στα εργατικά τάγματα.
– Α, αλήθεια!
Το χαρούμενο χαμόγελο σβύνει ξαφνικά απ’ τα χείλια του παιδιού. Με κοιτάζει πολλή ώρα, σιωπηλά.
– Αέτσι λοιπόν, Prisonnier de guerre… [1]
– Ναι, έτσι…
– Πάλι μένει σιωπηλό. Κάτι γυρίζει μες το μυαλό του – το καταλαβαίνω. Έπειτα με κοιτάζει μες τα μάτια, ξανά.
– Δηλαδή… μπορούσε να σας είχα σκοτώσει;
– Μπορούσε.
– Και σεις εμένα..
– Και σας, εγώ.
– Μα μήπως αυτό το θελήσαμε, εμείς; λέει πάλι και δείχνει εμένα και κείνον.
Μα όχι, βέβαια εμείς οι δυο δεν το θελήσαμε.
Του κερνάμε απ’ το τραπέζι μας ένα ούζο. Το δέχεται με τόση χαρά — τρεισήμισι δραχμές. Βλέπω τη χαρά αυτή σα με κοιτάζει να μου ευχηθεί.
– Στην υγειά σας.
– Στην υγειά σας.
Μας προσκαλεί να πάμε την άνοιξη, στη Σμύρνη. Μα πρέπει νάρτετε.
– Θάρτουμε. [2]
Ήρθε η ώρα να φύγει. Μου σφίγγει το χέρι θερμά.
– Καλή νύχτα αγαπητέ μου φίλε.
– Καλή νύχτα, φίλε μου.
Θέλησα να τον πω με το μικρό του όνομα. Μα θυμήθηκα πως δεν είχαμε πει τα ονόματά μας. Κι όταν έφευγε ακόμα, πάλι δεν τον ρώτησα. Τι χρειάζουνταν;

                                                                                           ● ● ● ● ● ● ● ●

[1] Είναι γνωστό ότι στις μέρες της Καταστροφής ο 18χρονος Ηλίας Βενέζης πιάστηκε στο Αϊβαλί από τους Τούρκους και στάλθηκε στα «αμελέ ταμπουρού». Έμεινε αιχμάλωτος 14 μήνες και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 1923 (από τους 3.000 περίπου αιχμαλώτους του Αϊβαλιού επέστρεψαν μόνο 23 άτομα). 
Την προσωπική του οδυνηρή εμπειρία ο Βενέζης την αποτύπωσε στο «Νούμερο 31328» (είναι ο αριθμός που αντικατέστηκε το όνομά του στα τάγματα των σκλάβων), ένα κατηγορητήριο όχι ενάντια στους Τούρκους βασανιστές του, αλλά ενάντια στον πόλεμο που αποθηριώνει τους ανθρώπους. Δικαίως εξυμνήθηκε το βιβλίο ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας.

[2] Όταν το «Νούμερο 31328» μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και βρήκε αποθεωτική υποδοχή από το ευρωπαϊκό κοινό, το πολιτικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο της Τουρκίας ενοχλήθηκε. Κατηγόρησαν το συγγραφέα ότι με τις περιγραφές της θηριωδίας και του μαρτυρίου προσβάλλει τους Τούρκους και του απαγόρευσαν την είσοδο στην Τουρκία. Έτσι ο Βενέζης δεν επισκέφτηκε ποτέ την πατρογονική Μικρά Ασία και το Αϊβαλί.
http://lykourinos-kavala.blogspot.gr/2016/12/blog-post_29.html#more
Από τον δημοσιογράφο Στρατή Μπαλάσκα

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

ΠΕΡΙ ΚΑΡΑΓΑΤΣΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Οι σχέσεις του χωριού της Λαφιώνας με τα απέναντι παράλια της Ανατολής απεικονίζονται ευκρινώς στα προικοσύμφωνα του Εκκλησιαστικού της Κώδικα.

Είναι γνωστό ότι αρκετοί κάτοικοι κατείχαν περιουσιακά στοιχεία στη Μικρά Ασία και κάποιοι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι εκεί, ενώ άλλοι μετακινούνταν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους  μεταξύ Λαφιώνας και περιφερείας Κεμερίου του Αδραμυτινού κόλπου.


Από πότε στράφηκαν εκεί για καλύτερη τύχη, δεν έχουμε μαρτυρίες αλλά σίγουρα έπαιξαν ρόλο τα δυο σημαντικά γεγονότα της Λέσβου: Η μεγάλη παγωνιά το 1850 κατά την οποία καταστράφηκαν πολλοί ελαιώνες και ο ισχυρός σεισμός του 1867, που θα επηρέασε και την περιφέρεια του Μολύβου και το χωριό. 


Γράφει ο τότε Αρχιερατικός Επίτροπος  Γ. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Κεμέριον»  το 1919: …ο πληθυσμός της Κοινότητος Κεμερίου από 4500 αυξήθηκε καταπληκτικώς σε μικρό χρονικό διάστημα κυρίως μετά τον σεισμόν της Λέσβου το 1867,
ότε οι Λέσβιοι αθρόοι ήρχισαν να μεταναστεύουν εις την απέναντι της νήσου παραλίαν.

Οι δοσοληψίες των κατοίκων περιορίζονται στην περιοχή του Αδραμυτινού κόλπου, 
στην περιοχή του Κεμερίου της περιφέρειας
Μπουρχανιέ και μερικές σκόρπιες νοτιότερα μέχρι το Αϊβαλί.
Οι περισσότερες όμως ιδιοκτησίες βρίσκονταν στο χωριό του Καραγατσίου (karaağaç).




Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του ιερέα της Λαφιώνας Θόδωρου Παπαδημητρίου, που μνηστεύει την θυγατέρα του Αργυρώ το 1903 και την προικίζει μεταξύ άλλων περιουσία στο Λυθρί της Μ. Ασίας (Ερυθραί), στη θέση Τσιβούρ Αλάνι (τ.2,σελ.20).

Ο πρώτος τόμος του Κώδικα αναφέρει 24 περιπτώσεις προικοσυμφώνων με τα  οποία προικοδοτούνται τα νέα κορίτσια με κτηματική ή γενικά ακίνητη περιουσία στην «Ανατολή», όπως ονομάζουν τη Μικρά Ασία.

Στον δεύτερο τόμο αναφέρονται 14 οικογένειες με περιουσία στην Ανατολή.
Ενδεικτικά στην περιοχή και μόνο του Καραγατσίου κατέχουν ακίνητα οι εξής:


1 Βασίλειος Ζα
φειρίου,                        
2 Δ. Κωνσταντίνου,                                 9  Μιχαήλος Παναγιώτου
3 Γρηγόριος Βασιλείου                          10 Σάββας Κυπαρίσσης
4 Μιχαήλος Φώτη                                  11 Λαμπρινή Παναγιώτου
5 Βασίλειος Γεωργίου                            12 Τριαντάφυλλος Μαλλής
6 Περμαθούλα Παρέλλη                        13  Παναγιώτης Νικολάου
7 Βαγής Βασιλείου                                 14  Παναγιώτης Ασπρομάλλης (
7 κτήματα
)
8  Χριστόδουλος Αντ. Αγγελόγλου


τμήμα από το karaağaç σήμερα.
Οι λαφιωνιάτες έχουν ελαιοκτήματα, ως επί το πλείστον αλλά και γαίες για σπορά όπως ένα παρόμοιο κτήμα προικοδοτεί ο Ευστράτιος Παναγιώτου την θυγατέρα του στο χωριό Σαρκιόι (Şarköy) της περιοχής  Καραγατσίου (τ.1,σελ.135).

 Αλλά υπάρχει και η περίπτωση του ζεύγους Γεωργίου και Μαρίας Κουτζαπαναγιώτη, που προικίζουν τη θυγατέρα τους μεταξύ άλλων και με δύο βαλανιδοχώραφα (τ.1,σελ.100) στην περιοχή Ρεσιντέ του Κεμερίου. 

Αλλά και κτίσματα, όπως ο Μιχαήλ Σάπατος με την Αικατερίνη, που προικίζουν στη θυγατέρα τους Γεωργούλα μια οικία στο Καραγάτσι.

Και ο Δ. Αλεξίου προικίζει τη Δέσποινα μια οικία στο Καραγάτσι δίπλα στο οικόπεδο του Φώτη Καρακάση (αδελφού του Γιαννάκα).  
Τα κτήματα στην ανατολή είναι αρκετά μεγάλα με 50, 70, και 100 ελαιόδεντρα το καθένα.

Στην επαρχία του Κεμερίου (και μετέπειτα Βουρχανιέ) η παραγωγή ανέρχεται σε 5 εκ. 500 χιλιάδες δρχ. και οι εξαγωγές προς Βουλγαρία Ρουμανία και Αυστρία είναι μεγάλες. 

Από τα δεκαεπτά εργοστάσια τα δέκα είναι της Ελλ. Ομογένειας .

Η Ελλ. Κοινότητα έχει Αρρεναγωγείο, Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο, καθώς και νέο ναό από το 1900 του Αγ. Χαραλάμπους.
«Άπαν το εμπόριο εις χείρας Ελλήνων».

Οι ιδιοκτησίες που αναφέρονται στον Κώδικα του χωριού είναι μέρος της περιουσίας των Μικρασιατών , που χάθηκε με το διωγμό του 1914 και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 .
Και έμελλε να δοθούν μουσουλμανικές γαίες στην ελληνική επικράτεια για επανόρθωση των χαμένων χριστιανικών.
Και αναφέρουμε μερικές από την περιφέρεια Μπουρχάνιε με την πόλη Κεμέρ (σήμερα μετονομασθέν με το ονόμα της Περιφέρειας) τα γύρω μικρά χωριά και το Σαρκιόϊ, το Καραγάτσι, το Αϊβαλί  μέχρι και το Λιθρί της χερσονήσου της Ερυθραίας:

ΑΪΝΤΛΙ ΝΤΕΡΕ,               
ΑΜΕΤΛΗ                              
ΑΡΜΟΥΤΣΙ                      
ΓΙΑΝΕΚΙ                               
ΓΙΑΣΙΤΖΑ ΤΕΠΕ  
ΓΚΕΜΙ ΓΙΑΤΑΚ   
ΓΚΟΒΑΝΙΕ           
ΔΕΒΡΗΣ                
ΙΝΤΣΙΡΛΙΚ           
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΓΛΟΥ ΓΕΡΙ         
ΚΑΡΑΚΟΥΒΑ      
ΚΑΡΑΝΤΙΛΗ       
ΚΟΛΓΛΟΥΚ        
ΚΟΥΛΟΥΚΛΟΥ ΚΟΥΓΙΟΥΣΟΥ
ΜΑΡΜΑΡΑΣ        
ΜΕΡΣΙΚΛΙΚ         
ΜΠΟΣ ΓΕΡΙ          
(ΠΟΣ ΓΕΡΙ)                           
ΡΕΕΒΕΝΙΕ                            
ΡΕΣΙΝΤΕ (ΚΕΜΕΡ)              
ΣΑΡΙ ΤΑΣΛΑΡ     
ΣΑΡΚΙΟΪ                               
ΣΟΥΓΙΟΥΚΛΟΥ 
ΤΑ ΠΟΡΤ ΤΟΥΛΟΥΜΙΑ
ΤΑΜ ΤΙΠΣ                            
ΤΖΑΜ ΑΡΤΙ          
ΤΖΑΜΙΛΙΚ ΑΡΔΗ               
ΤΖΕΦΑ ΓΕΡΙ         
ΤΡΕΙΣ ΤΣΕΣΜΕΔΕΣ             
ΤΣΑΜ ΑΡΔΙ         
ΤΣΕΔΙΡΕ                               
ΤΣΙΒΟΥΡ ΑΛΑΝΙ (ΛΙΘΡΙ)
ΤΣΙΓΕΡΙ                 
ΤΣΙΤΙΡ Ή ή ΤΣΙΔΙΡ              
ΧΡΙΣΤΟΦΑ ΓΕΡΙ  





 Η Λαφιώνα μετά την Μικρασιατική καταστροφή


Όλη αυτή η συναλλαγή με την Ανατολή στον αγροτικό τομέα, τον εμπορικό, τις μεταφορές  αλλά και τις επιχειρήσεις  (όπως ήταν το γνωστό εργοστάσιο ειδών πορσελάνης στη Σμύρνη του Βασίλειου Παπαδάκη) , πραγματοποιούσε αρκετά έσοδα και κέρδη για το χωριό. 
Ακόμα και η λούμπεν ασχολία του κοντραμπάντο, του γνωστού λαφιωνιάτη παλικαρά Γιαννάκη Καρακάση, ενάντια στο μονοπώλιο του καπνού, υπάρχουν μέχρι σήμερα στα σπίτια εγγονών του ενθύμια, από τα προικιά που άφησε στο σπίτι του.
 
Όταν θα σταματήσουν τα ταξίδια και οι δουλειές με τα απέναντι παράλια θα υπάρχουν στη Λαφιώνα αρκετά καλοφτιαγμένα σπίτια πέτρινα αλλά και ξύλινα επιπλωμένα με ακριβά και με γούστο σμυρναίικο έπιπλα και υφάσματα.
 Με γυαλικά πορσελάνες και φωτιστικά που έρχονταν από μακριά.
Υπήρχαν οικογένειες που ήταν ενήμερες για τις τάσεις της 
ευρωπαϊκής μόδας αν και ζούσαν στο χωριό.

Με τον καιρό όμως η απομόνωση της Λέσβου 
από τη Μικρασία
και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες του νέου Ελληνικού κράτους να σταθεί στα πόδια του, έφερε το μαρασμό και την πείνα για τους περισσότερους, ώστε πολλοί για να σταθούν και να επιζήσουν εκποίησαν τα προικιά τους που είχαν από την Ανατολή.



Στη δεκαετία του 1950 και '60 οι γυρολόγοι έκανα χρυσές δουλειές και στη Λαφιώνα, αγοράζοντας ό,τι είχε μείνει απ την περηφάνεια των τελευταίων μικρασιατών για ένα κομμάτι ψωμί.

Λίγα σπίτια έχουν κρατήσει ενθύμια των προ παππούδων τους από τη Μικρασία. 


Η μετανάστευση

Αρκετοί άλλωστε από τον πρώτο καιρό είτε κατευθείαν από την Μικρασία, είτε τις επόμενες δεκαετίες του διωγμού από τη Λέσβο αποφάσισαν να εκπατριστούν για την  Αμερική μαντεύοντας το αποτέλεσμα του περιορισμού τους στο νησί.

Στα επόμενα χρόνια το μικρό χωριό της Λαφιώνας άρχισε να αποχαιρετά αρκετά μέλη του,  πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες  και έπειτα στην Αυστραλία και την Ευρώπη.

Μέχρι τη δεκαετία του 1960, (από το 1907),  16 οικογένειες  βρίσκονταν στις ΗΠΑ με λίγες έως καμιά ελπίδα επαναπατρισμού. 

Από το 1960 μέχρι το 1970 άλλοι 31 είχαν φύγει για την Αυστραλία  και άλλοι 9 στην Ευρώπη ή αλλού. 

Σύνολο 56 οικογένειες απόδημων λαφιωνιατών. 

Αν υπολογίσουμε και την αιμοραγία της εσωτερικής μετανάστευσης προς τις 
δυο μεγάλες  πόλεις, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τον σημερινό αποδεκατισμό του χωριού.  





Αναμνήσεις της μητέρας του για την παλιά Λαφιώνα προσθέτει στο κείμενο ο Κίμων Χιωτέλλης .
Τα νούμερα των απόδημων Λαφιωνιατών είναι από το Μητρώο Αποδήμων Κοινότητος Λαφιώνος.

  Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΩΝ 103 ΧΡΟΝΩΝ ΤΗΣ             ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ      ΛΑΦΙΩΝΑΣ                                              Ήταν 14 Αυγούστου 1919 , ό...